- Παιονία
- ηαρχαία χώρα που απλωνόταν σ' όλη σχεδόν τη Μακεδονία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Παιονία — Παιονίᾱ , Παιονία their land fem nom/voc/acc dual Παιονίᾱ , Παιονία their land fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Παιονίᾱ , Παιονίης masc nom/voc/acc dual Παιονίης masc voc sg Παιονίᾱ , Παιονίης masc voc sg (attic) Παιονίᾱ , Παιονίης masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονία — παιονίᾱ , Παίονες their land fem nom/voc/acc dual παιονίᾱ , Παίονες their land fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παιονίᾱ , παιόνιος fem nom/voc/acc dual παιονίᾱ , παιόνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιονίᾳ — Παιονίᾱͅ , Παιονία their land fem dat sg (attic doric aeolic) Παιονίαι , Παιονίης masc nom/voc pl Παιονίᾱͅ , Παιονίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονίᾳ — παιονίαι , Παίονες their land fem nom/voc pl παιονίᾱͅ , Παίονες their land fem dat sg (attic doric aeolic) παιονίᾱͅ , παιόνιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιονία — Στην αρχαιότητα περιοχή της Kεντρικής Μακεδονίας, η οποία περιελάμβανε την Ημαθία, Κρηστωνία, Μυγδωνία και τη χώρα των Αγριάνων φτάνοντας έως το Παγγαίο. Πριν από την επικράτηση των Μακεδόνων και ιδιαίτερα πριν από τον Φίλιππο και τον Μέγα… … Dictionary of Greek
παιόνια — παιόνιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιονίας — Παιονίᾱς , Παιονία their land fem acc pl Παιονίᾱς , Παιονία their land fem gen sg (attic doric aeolic) Παιονίᾱς , Παιονίης masc acc pl Παιονίᾱς , Παιονίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονίας — παιονίᾱς , Παίονες their land fem acc pl παιονίᾱς , Παίονες their land fem gen sg (attic doric aeolic) παιονίᾱς , παιόνιος fem acc pl παιονίᾱς , παιόνιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιονίαν — Παιονίᾱν , Παιονία their land fem acc sg (attic doric aeolic) Παιονίᾱν , Παιονίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) Παιονίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονίαν — παιονίᾱν , Παίονες their land fem acc sg (attic doric aeolic) παιονίᾱν , παιόνιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)